-
1 αἰσυλοεργός
αἰσῠλοεργός, όν,A = αἴσυλα ῥέζων, ill-doing, Max.368; read by Aristarch. in Il.5.403 for ὀβριμοεργός, cf. Clem.Al.Protr.2.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσυλοεργός
-
2 αἴσυλος
αἴσῠλος, ον,A unseemly, evil, godless,αἴσυλα ῥέζων Il.5.403
(cf. αἴσιμος )μυθήσασθαι 20.202
; , cf. AP7.624 (Diod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴσυλος
-
3 ὄθομαι
A take heed, Hom. only in Il., and always with neg.: abs.,οὐκ ἀλεγίζει οὐδ' ὄθεται Il.15.107
: c. inf., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ ἶσον ἐμοὶ φάσθαι ib. 166, cf. 182 : with part. for inf., : c. gen. pers., regard,σέθεν.. οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181
;ἐμεῖο οὐκ ὄθεται A.R.3.94
, cf. 1.1267. (Cf. ὀθεύει, ὀθέω, ὄθη.)
См. также в других словарях:
οβριμοεργός — ὀβριμοεργός, όν (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα 2. (κατ επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» +… … Dictionary of Greek